Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀπὸ δύσεως

См. также в других словарях:

  • ALAZIA — oppidi nomen. Strabo l. 12. Apud quem sic Hecataeus: Ε᾿πὶ δ᾿ Α᾿λαζία πόλει ποταμὸς ὁ Π῾ῦμος ῥέων διὰ Μυγδόνης πεςίου ἀπὸ δύσεως εν τῆς Δατκυλίτιδος ἐς Π῾υνδ`ακὸν ἐσβαλλει, ἔρνμον δἐ εἴναι νῦν τῦν Α᾿λαζίαν λέγει. Nic. Lloidius …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • πύργος — Με τη λέξη πύργος εννοούμε γενικά ένα κτίριο στο οποίο χαρακτηριστικά υπερέχει η διάσταση του ύψους και το οποίο, συγχρόνως, έχει ένα γενικά κλειστό, αυστηρό και έντονα αμυντικό χαρακτήρα. Aυτή η μορφή κτιρίου, ή κατασκευής γενικότερα, έχει… …   Dictionary of Greek

  • πρωία — Τίτλος αθηναϊκών εφημερίδων. 1. Ημερήσια εφημερίδα, όργανο του Εθνικού κόμματος (1879 – 1905). Εκδόθηκε σε δύο περιόδους· από τις 11 Μαρτίου 1879 μέχρι τις 2 Αυγούστου 1894 με διευθυντή τον I. Αντωνόπουλο, και από τις 3 Αυγούστου μέχρι τις 12… …   Dictionary of Greek

  • Μηνιάτης, Ηλίας — (Ληξούρι Κεφαλονιάς 1669 – Πάτρα 1714). Εκκλησιαστικός ρήτορας. Γιος ιερατικής οικογένειας, ο Μ. διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα από τον πατέρα του Φραγκίσκο, πρωτοπαπά στο Ληξούρι. Συμπλήρωσε τις σπουδές του στο Φλαγγινιανό γυμνάσιο της Βενετίας… …   Dictionary of Greek

  • Κοντοστέφανος — Επώνυμο στρατηγών της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. 1. Αλέξιος (10ος αι.). Διετέλεσε δομέστικος των σχολών της δύσεως (αρχιστράτηγος των δυνάμεων που στάθμευαν στις ευρωπαϊκές επαρχίες) στα χρόνια του αυτοκράτορα Βασιλείου Β’ (958 1025) και έλαβε… …   Dictionary of Greek

  • Καβάσιλας — I Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 17 μ., 1.474 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, 32 χλμ. ΒΔ του Πύργου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γαστούνης. II Επώνυμο ιστορικών προσώπων της βυζαντινής και μεταβυζαντινής εποχής. 1 …   Dictionary of Greek

  • κυκλίζω — (Α) [κύκλος] 1. περιστρέφω 2. (ενεργ. και παθ.) περιστρέφομαι γύρω από κάτι 3. περικλείω με κύκλο («τῆς ὅλης οικουμένης, ἐν τέτταρσι κυκλιζομένης μέρεσιν, ἀνατολής, δύσεως, ἄρκτου καὶ μεσημβρίας», Αγαθαρχ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»